συνεκφερω

συνεκφερω
    συνεκφέρω
    συν-εκφέρω
    1) вместе выносить (покойника), т.е. участвовать в похоронной процессии Thuc.
    2) вместе уносить, увлекать
    

συνεκφέρεσθαι τῇ δυνάμει τῶν λεγόντων Diod. — поддаваться обаянию ораторов

    3) выводить, представлять, изображать
    

(ἀρετῆς σημεῖα μεμιγμένα ταῖς πράξεσιν Plut.)

    4) выводить прочь, извергать
    

(τι τῷ νοσήματι Plut.)

    5) вместе переносить, испытывать
    

(τι Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "συνεκφερω" в других словарях:

  • συνεκφέρω — ΝΑ νεοελλ. (σχετικά με λέξεις ή φθόγγους) εκφωνώ μαζί, συμπροφέρω αρχ. 1. εκφέρω μαζί, ιδίως για ενταφιασμό, συνοδεύω την κηδεία κάποιου 2. παρακολουθώ κηδεία 3. εκφράζω μαζί ή συγχρόνως («συνεκφέρειν τῇ μορφῇ τὴν ἀρετήν», Πλούτ.) 4. αποβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • συνεκφέρω — προφέρω, εκφωνώ μαζί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνεκφέρει — συνεκφέρω carry out together pres ind mp 2nd sg συνεκφέρω carry out together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφερόμενον — συνεκφέρω carry out together pres part mp masc acc sg συνεκφέρω carry out together pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφερόντων — συνεκφέρω carry out together pres part act masc/neut gen pl συνεκφέρω carry out together pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφέρει — συνεκφέρω carry out together pres ind mp 2nd sg συνεκφέρω carry out together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφέρον — συνεκφέρω carry out together pres part act masc voc sg συνεκφέρω carry out together pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφέρου — συνεκφέρω carry out together pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) συνεκφέρω carry out together imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκφέρουσιν — συνεκφέρω carry out together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεκφέρω carry out together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξέφερον — συνεκφέρω carry out together imperf ind act 3rd pl συνεκφέρω carry out together imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεξήνεγκε — συνεκφέρω carry out together aor ind act 3rd sg συνεκφέρω carry out together aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»